- ζωόφυτο(ν)
- το зоофит, животное-растение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωόφυτο — και ζώφυτο, το (AM ζῳόφυτον και ζῴφυτον) ζώο μαζί και φυτό νεοελλ. (βιολ. ζωολ.) όρος που περιγράφει οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ασπόνδυλα ζώα που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αυξήσεώς τους αρχ. το φυτό αείζωον το … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωύφιο — το (Α ζῳΰφιον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο νεοελλ. 1. έντομο, ζούδι 2. παράσιτο που ζει στο σώμα τού ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ. αρχ. ζωόφυτο*, ζώο μαζί και φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + υποκορ. κατάλ. ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρ ύφιον,… … Dictionary of Greek
σφουγγάρι — το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν νεοελλ. 1. ο σπόγγος 2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό 3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος β)… … Dictionary of Greek
κοράλλι — το (λ. λατ.) 1. θαλάσσιο κοιλεντερωτό ζώο (ζωόφυτο). 2. το υλικό που παίρνεται από τα κλαδιά του για την κατασκευή κοσμημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφουγγάρι — το 1. ζωόφυτο. 2. όργανο καθαρισμού: Αγόρασε ένα σφουγγάρι για τα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)